- Κονιτσιώτης
- ο, θηλ. Κονιτσιώτισσα [Κόνιτσα]ο κάτοικος τής Κόνιτσας ή αυτός που κατάγεται από την Κόνιτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κονιτσιώτης, Κλέαρχος — (Ξάνθη 1926 – 1989). Παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να στραφεί στον κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια των ετών 1949 58 εργάστηκε ως μηχανικός … Dictionary of Greek
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek